- διερχομένα
- διερχομένᾱ , διέρχομαιgo throughpres part mp fem nom/voc/acc dualδιερχομένᾱ , διέρχομαιgo throughpres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διερχόμενα — διέρχομαι go through pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερχομένας — διερχομένᾱς , διέρχομαι go through pres part mp fem acc pl διερχομένᾱς , διέρχομαι go through pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατόμετρο — Όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ισχύος που απορροφά ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα β. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, επαγωγικά, θερμικά κλπ. Το ηλεκτροδυναμικό β. αποτελείται από… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
αιγιαλίτιδα ζώνη — Η θαλάσσια περιοχή που ξεκινά από την ξηρά και μπορεί να εκτείνεται μέσα στη θάλασσα σε απόσταση έως και δώδεκα ναυτικών μιλίων. Σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, εντός αυτής της ζώνης τα παράκτια κράτη ασκούν πλήρη κυριαρχία. Η ύπαρξη της α.ζ … Dictionary of Greek
ευθυγράμμιση πλανητών — (Αστρον.). Η διάταξη, προσεγγιστικά, σε ευθεία γραμμή των εξωτερικών πλανητών από τον Δία έως τον Ποσειδώνα που παρατηρείται περίπου κάθε 178 χρόνια. Η διάταξη αυτή των πλανητών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κατευθυνθούν διαστημικά οχήματα από… … Dictionary of Greek